-
1 περιαπτω
дор. περάπτω1) обвязывать, привязывать(τί τινι Pind., Arst., Plut. и πρός τι Arst.)
; med. надевать на себя (sc. χρυσὸν καὴ ἄργυρον Plat.)2) навлекать(ὄνειδός τινι Lys.; αἰσχύνην τῇ πόλει Plat.)
π. ἀνελευθερίαν (sc. αὐτῷ) Xen. — стяжать себе репутацию неблагородного человека3) доставлять4) придавать(σχῆμά τινι Arst.)
-
2 προσριπτω
1) бросать, кидать(ἐπιστόλιόν τινι Plut.)
2) перен. бросать на ходу или с негодованием швырять в лицо(ὄνειδός τινι Polyb.)
ἥ προσριφεῖσά τινι φωνή Plut. — брошенное кому-л. замечание3) выдавать с головой(τινὰ τοῖς πολεμίοις Plut.)
4) отвечать едкой остротой, огрызаться(ἐπεὴ ἐσκώφθη, προσέρριψεν Luc.)
-
3 εξονειδιζω
бранить, упрекать, порицать(τινά Diod., Plut.)
ἐ. ὄνειδός τινι Eur. — бросать упрек, выражать порицание кому-л.;ἐ. κακά Soph. — осыпать бранью
См. также в других словарях:
όνειδος — τὸ (ΑΜ ὄνειδος, Μ και ὄνειδος, ό) 1. ψόγος, μομφή, επίπληξη, κατάκριση, επιτίμηση 2. ντροπή, καταισχύνη, αίσχος, ατιμία 3. κατάσταση ή πρόσωπο που επιφέρει καταισχύνη, ντροπή («τὸ γὰρ πόλεως ὄνειδος ἐν χαλκηλάτῳ σάκει», Αισχύλ.) 3. παροιμ. φρ.… … Dictionary of Greek
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek